- συμφερόντως
- Αεπίρρ.1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος τού συμφέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφερόντως — profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφερόντως — συμφερόντως , συμφερόντως profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՕԳՏԱԿԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 1021 Chronological Sequence: Early classical, 8c մ. συμφερόντως, συμφόρως utiliter. Օգտակարութեամբ. օգտիւ. օգտաբար. *Ի տնանկութենէ. պահէ զնոսա օգտակարապէս: Օգտակարապէս եւ պարզաբար երկեցուցանէ. Նիւս. բն.: Ոսկ. ՟ա. կոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)